ἐναλλασσομένης

ἐναλλασσομένης
ἐναλλάσσω
exchange
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
ἐναλλάσσω
exchange
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κύκλοτρο ή κυκλοτρόνιο — Κυκλικός επιταχυντής ηλεκτρικά φορτισμένων σωματιδίων (πρωτόνια, σωμάτια α, δευτερόνια κλπ.). Κατασκευάστηκε κατά το 1930 από τον Έρνεστ Ορλάντο Λόρενς (Νόμπελ φυσικής, 1939) του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1932 …   Dictionary of Greek

  • σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… …   Dictionary of Greek

  • έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… …   Dictionary of Greek

  • εναλλακτήρας — ο (ηλεκτρ.) γεννήτρια που προορίζεται για την παραγωγή εναλλασσόμενης τάσης και εναλλασσόμενου ρεύματος …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • καταιόνηση — η (Α καταιόνησις) νεοελλ. η εξακόντιση κρύου ή θερμού ή εναλλασσόμενης θερμοκρασίας νερού στο σώμα για λόγους υγιεινής ή για θεραπευτικούς σκοπούς, κν. ντους αρχ. η πλύση με θερμό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιωνῶ. Ως επιστημον. όρος είναι απόδοση τού …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματιστής — Στατική ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη να μεταβιβάζει, αξιοποιώντας το φαινόμενο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής, ηλεκτρική ενέργεια εναλλασσόμενου ρεύματος από ένα κύκλωμα σε ένα άλλο, τροποποιώντας μερικά χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος (τάση ή… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιστικός — ή, ό, Ν [στραγγαλίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στραγγαλισμό, στον στραγγαλιστή, ή στον στραγγαλιστήρα 2. φρ. «στραγγαλιστικό πηνίο» (ηλεκτρ.) πηνίο με πολλές σπείρες και σιδερένιο πυρήνα το οποίο συνδέεται κατά σειρά σε ένα κύκλωμα… …   Dictionary of Greek

  • συγχροκύκλοτρο — Λέγεται και συγχροκυκλοτρόνιο. Επιταχυντής σωματιδίων, κατασκευαστικά όμοιος με το κύκλοτρο, από το οποίο διαφέρει μόνο ως προς τη συχνότητα της εναλλασσόμενης υψηλής τάσης του ηλεκτρικού πεδίου επιτάχυνσης, που εφαρμόζεται μεταξύ των δύο… …   Dictionary of Greek

  • τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”